- δακρυρροοῦσα
- δακρυρροέωmelt into tearspres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλήγω — ἐκλήγω (Α) παύω πλέον («oὔ ποτ ἐκλήξω χαρᾷ δακρυρροοῡσα» δεν θα πάψω να χύνω δάκρυα χαράς, Σοφ.) … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek